θουμβεργία — και τουμπέργκια, η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη σκροφουλαριώδη, οικογένεια ακανθίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. thunbergia (από το όνομα τού Σουηδού βοτανολόγου Carl P. Thunberg + ia)] … Dictionary of Greek
ιακωβίνια — η ανγειόσπερμο δικότυλο φυτό τής τάξης σκροφουλαριώδη, τής οικογένειας ακανθίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. Jacobinia < τοποθεσία Jacobina τής Βραζιλίας] … Dictionary of Greek
οροβάγχη — και οροβάκχη, η (ΑΜ ὀροβάγχη και ὀροβάκχη) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων ποωδών παρασιτικών φυτών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια οροβαγχίδες τής τάξης σκροφουλαριώδη και περιλαμβάνει 140 περίπου είδη… … Dictionary of Greek
οροβαγχίδες — (Orobanchaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών της τάξης των σωληνανθών, που περιλαμβάνει φυτά χωρίς χλωροφύλλη. Είναι φυτά σαρκώδη, που ζουν παρασιτικά στις ρίζες άλλων χλωροφυλλούχων φυτών. Έχουν φύλλα ατροφικά, λεπιοειδή και άνθη σε διάφορα… … Dictionary of Greek
ουτρικουλαρία — Γένος φυτών της οικογένειας των λεντιβουλαριιδών (δικοτυλήδονα), του οποίου πιο αξιόλογο είδος είναι η ο. η κοινή, υδροχαρές φυτό που αναπτύσσεται στα έλη, στα χαντάκια και στους ορυζώνες. Στην Ελλάδα απαντά σε στάσιμα νερά από τη Θεσσαλία και… … Dictionary of Greek
πεδικουλαρίς — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη σκροφουλαριώδη, οικογένεια σκροφουλαριίδες και περιλαμβάνει 500 περίπου είδη πολυετών ποωδών φυτών που απαντούν στο Βόρειο Ημισφαίριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pedicularis (herba) < λατ … Dictionary of Greek
πενταστήμων — ο, ή πένστεμο, το βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη σκροφουλαριώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. pent stemon / penstemon < πεντα * + στήμων] … Dictionary of Greek
πιγγουίκουλα — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής τάξης σκροφουλαριώδη, τής οικογένειας λεντιβουλαριίδες, που περιλαμβάνει 46 είδη μικρών ποωδών εντομοφάγων φυτών σε υγρούς βιοτόπους τών εύκρατων και ψυχρών περιοχών τού βόρειου ημισφαιρίου,… … Dictionary of Greek
ρίνανθος — ο, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων ημιπαρασιτικών φυτών, που ανήκει στην οικογένεια σκροφουλαριίδες τής τάξης σκροφουλαριώδη, τα οποία είναι ιθαγενή τών εύκρατων περιοχών τής Ευρώπης, τής Ασίας και τής Βόρειας Αμερικής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ … Dictionary of Greek
ραμόνδα — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής τάξης σκροφουλαριώδη … Dictionary of Greek