σκροφουλαριώδη

σκροφουλαριώδη
τα, Ν
Βοτ. μεγάλη τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών με 18 οικογένειες, 870 περίπου γένη και 11.800 περίπου είδη, η οποία παρουσιάζει μεγάλο οικονομικό ενδιαφέρον γιατί περιλαμβάνει είδη που καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά, όπως είναι η βερόνικα, η πετούνια, το βερμπάσκο κ.ά., άλλα που ο καρπός τους αποτελεί σημαντική τροφή για τον άνθρωπο, όπως είναι η ντομάτα, η πατάτα, η μελιτζάνα, η πιπεριά, το σουσάμι, πολλά που είναι φαρμακευτικά, όπως λ.χ. η μπελαντόνα, ο υοσκύαμος, η δατούρα, κ.ά., καθώς και ορισμένα που έχουν άλλες χρήσεις, όπως είναι λ.χ. ο καπνός, ενώ άλλα είναι παράσιτα που προσβάλλουν και καταστρέφουν πολλά καλλιεργούμενα φυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξέν. όρου, πρβλ. αγγλ. scrophulariales < scrophularia (βλ. λ. σκροφουλαρία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θουμβεργία — και τουμπέργκια, η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη σκροφουλαριώδη, οικογένεια ακανθίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. thunbergia (από το όνομα τού Σουηδού βοτανολόγου Carl P. Thunberg + ia)] …   Dictionary of Greek

  • ιακωβίνια — η ανγειόσπερμο δικότυλο φυτό τής τάξης σκροφουλαριώδη, τής οικογένειας ακανθίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. Jacobinia < τοποθεσία Jacobina τής Βραζιλίας] …   Dictionary of Greek

  • οροβάγχη — και οροβάκχη, η (ΑΜ ὀροβάγχη και ὀροβάκχη) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων ποωδών παρασιτικών φυτών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια οροβαγχίδες τής τάξης σκροφουλαριώδη και περιλαμβάνει 140 περίπου είδη… …   Dictionary of Greek

  • οροβαγχίδες — (Orobanchaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών της τάξης των σωληνανθών, που περιλαμβάνει φυτά χωρίς χλωροφύλλη. Είναι φυτά σαρκώδη, που ζουν παρασιτικά στις ρίζες άλλων χλωροφυλλούχων φυτών. Έχουν φύλλα ατροφικά, λεπιοειδή και άνθη σε διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • ουτρικουλαρία — Γένος φυτών της οικογένειας των λεντιβουλαριιδών (δικοτυλήδονα), του οποίου πιο αξιόλογο είδος είναι η ο. η κοινή, υδροχαρές φυτό που αναπτύσσεται στα έλη, στα χαντάκια και στους ορυζώνες. Στην Ελλάδα απαντά σε στάσιμα νερά από τη Θεσσαλία και… …   Dictionary of Greek

  • πεδικουλαρίς — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη σκροφουλαριώδη, οικογένεια σκροφουλαριίδες και περιλαμβάνει 500 περίπου είδη πολυετών ποωδών φυτών που απαντούν στο Βόρειο Ημισφαίριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pedicularis (herba) < λατ …   Dictionary of Greek

  • πενταστήμων — ο, ή πένστεμο, το βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη σκροφουλαριώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. pent stemon / penstemon < πεντα * + στήμων] …   Dictionary of Greek

  • πιγγουίκουλα — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής τάξης σκροφουλαριώδη, τής οικογένειας λεντιβουλαριίδες, που περιλαμβάνει 46 είδη μικρών ποωδών εντομοφάγων φυτών σε υγρούς βιοτόπους τών εύκρατων και ψυχρών περιοχών τού βόρειου ημισφαιρίου,… …   Dictionary of Greek

  • ρίνανθος — ο, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων ημιπαρασιτικών φυτών, που ανήκει στην οικογένεια σκροφουλαριίδες τής τάξης σκροφουλαριώδη, τα οποία είναι ιθαγενή τών εύκρατων περιοχών τής Ευρώπης, τής Ασίας και τής Βόρειας Αμερικής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ …   Dictionary of Greek

  • ραμόνδα — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής τάξης σκροφουλαριώδη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”